- πανάγητος
- παν-άγητος [ᾰγ], ον,A most reverend, Id.2.433.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανάγητος — πανάγητος, ον (Α) σεβαστός σε υπέρτατο βαθμό, πανσεβάσμιος, πάνσεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγητός (< ἄγαμαι)] … Dictionary of Greek
παναγήτους — πανάγητος most reverend masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)